Μια μείζονα πολιτική διαδικασία που εξελίσσεται αυτήν την δύσκολη περίοδο για όλη την Ευρώπη είναι οι γαλλικές εκλογές, ο 2ος γύρος των οποίων πρόκειται να διεξαχθεί την Κυριακή 24 Απριλίου.
Μετά το πρώτο σοκ των αποτελεσμάτων του 1ου γύρου, όπου οι αντισυστημικές δυνάμεις επικράτησαν κατά κράτος έναντι των συστημικών (η επίδοση των οποίων δεν ξεπέρασε το 35%, με αποκορύφωμα την κατάρρευση της κεντροδεξιάς υποψήφιας Πεκρές στο 4,8% από περίπου 20% του κομματικού υποψηφίου Φιγιόν το 2017), έχει ξεκινήσει μια τεράστια προσπάθεια αποτροπής του όποιου ενδεχόμενου εκλογής της Μαρίν Λεπέν στον προεδρικό θώκο της Γαλλίας.
Τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται κατατείνουν σε μια λέξη: Λαϊκισμός. Πράγματι, στο σύνολο των συστημικών μέσων, όπως ξεκάθαρα αποτυπώνεται και στα δικά μας, η Μαρίν Λεπέν παρουσιάζεται ως μια ακροδεξιά λαϊκίστρια, η οποία εμφανιζόμενη πιο μετριοπαθής αφενός αποκρύβοντας την ταυτοτική ατζέντα της περί μεταναστευτικού και ευρωσκεπτικισμού και αφετέρου αξιοποιώντας την παρουσία πιο ακραίων υποψηφιοτήτων όπως των Ζεμούρ και Αινιάν, πέτυχε να απευθυνθεί σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα ιδίως της γαλλικής περιφέρειας με αιχμή του δόρατος το ζήτημα της ακρίβειας, και να αποσπάσει μια σημαντική επίδοση που καθιστά τη νίκη του Μακρόν στον 2ο γύρο όχι απολύτως βέβαιη.
Ακολουθώντας την πάγια τακτική των συστημικών πολιτικών και ΜΜΕ, η απάντηση στη συντριπτική ήττα του «μετώπου της λογικής» στις εκλογές του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι οι ύβρεις και η απαξίωση του εκλογικού σώματος, που «δεν γνωρίζει το συμφέρον του» αλλά ποδηγετείται από τους «λαϊκιστές».
Κεντρικότερο σημείο της υποτιμητικής παρουσίασης αυτού του μέρους των εκλογέων, η εστίαση στα χαμηλό μορφωτικό και το εισοδηματικό τους επίπεδο των ψηφοφόρων των αντισυστημικών υποψηφίων, μια ξεκάθαρη προσπάθεια απαξίωσή τους, μια προκλητικά ελιτίστικη προσέγγιση, μια ουσιαστική ύβρη προς τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Παράλληλα επιστρατεύονται και άλλα επιχειρήματα αποδόμησης της Λεπέν, με κυριότερο τις σχέσεις της με τη Ρωσία, λόγω και της σημαντικής συγκυρίας της σύγκρουσης στην Ουκρανία, με μια σεναριολογία που φτάνει να εικάζει ότι η υποψήφια του Εθνικού Συναγερμού θα μπλοκάρει περαιτέρω κυρώσεις προς τη Ρωσία. Πολλοί αναλυτές στην πατρίδα μας εστιάζουν στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εκλογή της στις ελληνογαλλικές σχέσεις και την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών, παραγνωρίζοντας ότι η Λεπέν έχει εκφραστεί με πολύ υψηλούς τόνους κατά της Τουρκίας.
Έσχατο επιχείρημα της προσωπικής αποδόμησής της, η «συμπτωματική» ως προς τη χρονική συγκυρία, επαναφορά στην επικαιρότητα της έρευνας που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης OLAF αναφορικά με την υπεξαίρεση 600.000 ευρώ περίπου από τους ευρωπαϊκούς πόρους κατά την διάρκεια της θητείας τους από την Μαρίν Λεπέν και ευρωβουλευτές του κόμματός της.
Το μέγεθος της υποκρισίας των συστημικών δυνάμεων αποτυπώνεται στην προσπάθεια προσεταιρισμού ψήφων τόσο από Οικολόγους και Κομμουνιστές όσο και από εκείνους που επέλεξαν στον πρώτο γύρο των εκλογών τον ηγέτη της «Ανυπότακτης Γαλλίας» Μελανσόν. Πράγματι, η επιλογή ιδίως των τελευταίων, δεδομένου και του μεγάλου αριθμού τους, χαρακτηρίζονται ως καθοριστική της έκβασης του δεύτερου γύρου των εκλογών. Μάλιστα οι περισσότερες δημοσκοπήσεις εστιάζουν στο πώς θα κατανεμηθούν οι ψήφοι του Μελανσόν μεταξύ Μακρόν, Λεπέν και αποχής/λευκού.
Ως προς το πρώτο σκέλος, βλέπουμε ότι ο Μακρόν επιδιώκει να προσελκύσει την ψήφο των Οικολόγων αλλά και των νέων που δημοσκοπικά εμφανίζονται να ανησυχούν περισσότερο για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον υποσχόμενος ότι θα «κάνει τη Γαλλία το “πρώτο μεγάλο κράτος” που θα σταματήσει να χρησιμοποιεί πετρέλαιο, άνθρακα και φυσικό αέριο ως πηγές ενέργειας», βασιζόμενος πρωτίστως στην οικοδόμηση 6 νέων πυρηνικών σταθμών, επιλογής αντίθετης με την κυρίαρχη τάση της περίφημης «πράσινης μετάβασης». Ως προς το δεύτερο, τους ψηφοφόρους του Μελανσόν, ο Μακρόν επιδιώκει να τους διεμβολίσει με προμετωπίδα την ουσιαστική αναίρεση της «ναυαρχίδας» του μεταρρυθμιστικού προγράμματός του, τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που προβλέπει την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη από τα 62. Μια στρατηγική επιλογή, η οποία παρότι πυροδότησε τεράστιες αντιδράσεις στη Γαλλία στη διάρκεια της θητείας του, αποτέλεσε και σημαντικό προεκλογικό ατού για την προσέλκυση κεντροδεξιών ψηφοφόρων, η στήριξη των οποίων μπορεί να κινδυνεύσει λόγω των παλινδρομήσεών του στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων.
Είναι ξεκάθαρο ότι η προσπάθεια δαιμονοποίησης της Λεπέν ως ακροδεξιάς και λαϊκίστριας δεν αρκεί για να δώσει στον Εμανουέλ Μακρόν μια εύκολη νίκη στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Χρειάζονται πολλά βήματα εκ μέρους του γάλλου προέδρου προς τους εκλογείς του Μελανσόν, τους οποίους τα συστημικά ΜΜΕ απαξίωναν έως την προηγούμενη Κυριακή με τον ίδιο τρόπο που στοχοποιούσαν τους ψηφοφόρους της Λεπέν. Αυτή η μετακίνηση του Μακρόν προς τα αριστερά σίγουρα «θολώνει» το μεταρρυθμιστικό του προφίλ ενώ νομιμοποιεί πολιτικά ακόμα περισσότερο ένα σημαντικό μέρος των πολιτικών προταγμάτων των αντισυστημικών δυνάμεων, που έως τώρα αποδοκιμάζονταν συλλήβδην ως «λαϊκισμός».
Δεν εκπλήσσει καθόλου αυτή η επιλογή των συστημικών δυνάμεων, αυτούς που θα έπρεπε να τρομάζει είναι εκείνους που υιοθετούν άκριτα αυτή τη μανιχαϊστική σύγκρουση «λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού», με όρους απόλυτου καλού και κακού. Ας αναρωτηθούν μόνο τι θα συνέβαινε αν στη θέση της Μαρίν Λεπέν στον 2ο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών ήταν ο Ζαν Λυκ Μελανσόν και το «μέτωπο της λογικής» έπρεπε να διεμβολίσει τους ψηφοφόρους των Λεπέν, Ζεμούρ και Αινιάν.