Μετά από δύο εβδομάδες αναμονής και συγκρούσεων μέσω ανακοινώσεων και τοποθετήσεων στα ΜΜΕ ξεκινάει η πραγματική πολιτική σύγκρουση για το ζήτημα των υποκλοπών με τη μεταφορά τους στο κατάλληλο θεσμικό πεδίο, τη Βουλή.
Σήμερα συνεδριάζει η σύνοδος των Προέδρων του Κοινοβουλίου ούτως ώστε να αποφασίσει την ημερομηνία σύγκλησης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, το κατεξοχήν αρμόδιο θεσμικό όργανό για την εξέταση της υπόθεσης των υποκλοπών. Να θυμίσουμε ότι η αρμόδια Επιτροπή είχε συνεδριάσει προ μηνός μετά τις αρχικές καταγγελίες του Νίκου Ανδρουλάκη για παρακολούθηση του κινητού του, όπου τότε ο υπουργός Επικρατείας κ. Γεραπετρίτης αλλά και ο, απερχόμενος πλέον, διοικητής της ΕΥΠ κ. Κοντολέων είχαν απορρίψει κάθε σενάριο παρακολουθήσεων εκ μέρους της Υπηρεσίας εις βάρος πολιτικών ή άλλων προσώπων καθώς και το κατά πόσο η χώρα είχε προμηθευτεί το σύστημα Predator.
Από εκείνη τη συνεδρίαση έχει «κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι», έχουν μεσολαβήσει οι παραιτήσεις Δημητριάδη και Κοντολέοντα και πλέον, μετά και την παρέλευση 15 ημερών και την επίδραση της θερινής ραστώνης, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση λαμβάνουν θέσεις μάχης για να ξεδιπλώσουν τη στρατηγική τους έναντι των αντιπάλων τους.
Κρίσιμο ρόλο στον τρόπο που θα εξελιχθούν τα πράγματα τις επόμενες εβδομάδες και το κατά πόσο θα παραχθούν πολιτικά αποτελέσματα από όλη αυτή την υπόθεση θα είναι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες που θα ακολουθηθούν. Παρότι το ΠΑΣΟΚ εξαρχής επιδίωξε να υπάρξει μια κλιμακωτή κοινοβουλευτική διαδικασία, με σύγκληση αρχικά της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για να ακολουθήσει αίτημα για εξεταστική, ένα κεντρικό ζήτημα θα είναι η διενέργεια συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, όπου η σύγκρουση θα πάρει αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά και θα ενταχθεί στη συνολική πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Το διάστημα που μεσολάβησε από την παραίτηση Δημητριάδη-Κοντολέοντα και το διάγγελμα Μητσοτάκη, η κυβέρνηση ξεδίπλωσε μια στρατηγική που έχει έναν κεντρικό πυλώνα. Ουσιαστικά επιδιώκει να αποδώσει τις ευθύνες για το συμβάν της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, που το αντιμετωπίζει ως μεμονωμένο γεγονός, σε αστοχία της λειτουργίας της ΕΥΠ, και σκοπεύει αφενός να εστιάσει στην κατάθεση προτάσεων για τη βελτίωση της λειτουργίας της υπηρεσίας και αφετέρου, μέσω της διεύρυνσης της περιόδου εξέτασης των παρακολουθήσεων έως και την περίοδο 2012-2015, να καταδείξει ότι ανάλογες πρακτικές ακολουθούνται διαχρονικά και από διαφορετικές κυβερνήσεις.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναδείξει ως αντίπαλό της στη συγκεκριμένη υπόθεση τον ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζοντας και σε ανάλογες πρακτικές παρακολουθήσεων την περίοδο 2015-2019, στοχεύοντας σε έναν πολιτικό συμψηφισμό και στο μετριασμό των αντιδράσεων της κοινής γνώμης, ιδίως δε των κεντρογενών ψηφοφόρων που αποτελούν το ρυθμιστικό παράγοντα στις πολιτικές ισορροπίες. Την ίδια στιγμή επιδιώκεται να πιεστεί η πλευρά του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εγκαλείται διαρκώς για το κατά πόσο «παίζει το παιχνίδι» του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει στις πτυχές της υπόθεσης που παρότι θέτουν την κυβέρνηση σε αμυντική στάση δεν επιτρέπουν στο ΠΑΣΟΚ να καρπωθεί την ανάδειξη αυτής της υπόθεσης. Έτσι βλέπουμε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσπερνάει με ευκολία το ερώτημα για τη δικαιολογητική βάση της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη και να εστιάζει στο κατά πόσο έχουν υπάρξει άλλες παρακολουθήσεις.
Το ΠΑΣΟΚ, τέλος, πιστώνεται ότι μια υπόθεση, η οποία τις πρώτες εβδομάδες κινδύνευε να εκφυλιστεί ιδίως από την αντιμετώπιση των ΜΜΕ που το υποβάθμιζαν, επέφερε ένα καίριο πλήγμα στην εικόνα της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη προσωπικά, που ανάλογό του οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ επί τρία χρόνια δεν είχαν καταφέρει. Η Χαριλάου Τρικούπη προσπάθησε να κρατήσει χαμηλούς τόνους και να εστιάσει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ούτως ώστε να μην «καεί» η υπόθεση ως ένα ακόμα σύμπτωμα σκανδαλολογίας που ελάχιστα επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά των πολιτών.
Οι επιδράσεις αυτής της υπόθεσης που εξελίσσεται τις τελευταίες 20 μέρες στις επιλογές των πολιτών εκτιμάται ότι θα αποτυπωθούν στις δημοσκοπήσεις των επόμενων εβδομάδων. Σίγουρα όμως υπάρχει ένα αδιαμφησβήτητο πολιτικό τετελεσμένο που επηρεάζει καθοριστικά το πολιτικό παίγνιο και αυτό είναι η πλήρης διάρρηξη των σχέσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας μετά τις διπλές εκλογές της άνοιξης, στο ισχυρό ενδεχόμενο μη ύπαρξης αυτοδυναμίας.