Την αντίδραση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνάντησε η Τουρκία, στο άκουσμα της ανακοίνωσης την ανανέωσης της συμφωνίας της με την Μόσχα για την προμήθεια της δεύτερης συστοιχίας των αντιαεροπορικών πυραύλων S-400. Η είδηση αυτή, δεν άργησε να «τιμωρήσει» την Άγκυρα, στην οποία σημειώθηκε πτώση 2,5% στο χρηματιστήριο. Την είδηση διαψεύδει το τουρκικό υπουργείο Άμυνας και η τουρκική αμυντική βιομηχανία, επιβεβαιώνοντας πως δεν προβλέπεται στο τραπέζι δεύτερη συμφωνία, δικαιολογώντας την αγορά πυραύλων ως σκέλος της αρχικής ρωσοτουρκικής σύμβασης, από την οποία προβλέπεται προμήθεια πυραύλων S-400 στην Τουρκία σε δύο στάδια. Ουσιαστικά πρόκειται για αγορά αμυντικού εξοπλισμού που ήδη δικαιούται.
Το αμυντικό αυτό «παζάρι» Τουρκίας και Ρωσίας επικρίνει κάθετα η Αμερικανική Γερουσία, χαρακτηρίζοντας το ως κατάφορη παραβίαση των κυρώσεων της Αμερικής προς την Ρωσία, σύμφωνα με το νόμο για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων. Ανακαλεί στην τάξη τον Τούρκο πρόεδρο, με την απαίτηση να σταματήσει τα πάρε δώσε και τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που χαρακτηρίζεται ως εγκληματίας πολέμου από την Δύση, απειλώντας με αποκλεισμό της Τουρκίας από την προμήθεια F-35. Παράλληλα την καλεί να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις προς το ΝΑΤΟ, στο οποίο αποτελεί και μέλος, και προς τις ΗΠΑ από τις οποίες επίσης προμηθεύεται αμυντικό εξοπλισμό. Κατακρίνει την παραβίαση της συμμαχίας, κάνοντας λόγο πρώτα για την στάση της στην Ελλάδα, για την παρακώλυση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Σουηδίας και Φιλανδίας και την συμφωνία της με την Ρωσία, τον εχθρό της Δύσης.
Η Ουάσιγκτον μάλιστα καλεί την Τουρκία να αποχωρήσει πλήρως από την σύμβαση με την Ρωσία και να εγκαταλείψει ακόμα και την αρχική προμήθεια πυραύλων που κατέχει, για τη μείωση, μεταξύ άλλων, των εξαρτήσεων από την Ρωσία.
Είναι ξεκάθαρη η θέση της Τουρκίας ως μόνιμου αντιρρησία στις διεθνείς της σχέσεις. Η Τουρκία δεν επιθυμεί δεσμεύσεις με σταθερές συμμαχίες, παρά μόνο συμμαχίες συμφέροντος από οποιαδήποτε χώρα μπορεί να επωφεληθεί.