Αρχική Απόψεις «Παραγωγική Ανασυγκρότηση» και όχι «Επανεκκίνηση της Οικονομίας»

«Παραγωγική Ανασυγκρότηση» και όχι «Επανεκκίνηση της Οικονομίας»

624
0

του Αλέξανδρου Αρβανιτάκη*

 

Τη στιγμή που η υπόθεση του κορονοϊού σαρώνει την οικονομία και την κοινωνία, επαναφέροντας το σπιράλ λουκέτων και ανεργίας που πρώτη φορά ζήσαμε πριν από 11 χρόνια στην αρχή της εποχής των μνημονίων, το πολιτικό δίπολο κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί να απαντήσει αξιόπιστα στις ανάγκες της αγοράς για ένα αποτελεσματικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.

Και αν η κυβέρνηση έχει καταθέσει το Σχέδιο Πισσαρίδη μέσω του οποίου περιγράφει πώς αντιλαμβάνεται την επόμενη ημέρα στην οικονομία, με κεντρικό πυλώνα τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και έμφαση στην «πράσινη ανάπτυξη»,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις υφιστάμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της αγοράς, η αξιωματική αντιπολίτευση σε μια προσπάθεια αντεπίθεσης, και αναστροφής της ραγδαίας συρρίκνωσης της πολιτικής επιρροής της, προσπαθεί να βάλει στο επίκεντρο την οικονομία μετά τον κορονοϊό.

Σε αυτήν την προσπάθεια ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζουν ένα μείζονα δομικό περιορισμό που εκ των πραγμάτων δυσκολεύει το πολιτικό εγχείρημα επαναπροσέγγισης της μεσαίας τάξης και των ανθρώπων της αγοράς. Είναι νωπή ακόμα η ανάμνηση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ 2015-2019 που σημαδεύτηκε από μια πρωτοφανή υπερφορολόγηση με ταξικό πρόσημο, προμετωπίδα της οποίας ήταν το περίφημο ασφαλιστικό (φορολογικό στην πραγματικότητα) νομοσχέδιο Κατρούγκαλου που ισοπέδωνε κάθε παραγωγική προσπάθεια εκείνης της περιόδου. Αυτός ο περιορισμός ανεβάζει αυτόματα τον πήχη των απαιτήσεων για σοβαρή και αξιόπιστη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ προς την αγορά και τους ανθρώπους της, πέραν των απαιτήσεων για αυτήν λόγω του βάθους της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βιώνουμε.

Δυστυχώς, διαβάζοντας τις προτάσεις και τις εισηγήσεις των αρμόδιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι των έτσι και αλλιώς συχνά εκτός πραγματικότητας εκπροσώπων διαφόρων συνιστωσών και συσπειρώσεων που τοποθετούνται κυρίως απευθυνόμενοι στο εσωτερικό κομματικό ακροατήριο με κριτήριο το βαθμό «αριστεροφροσύνης», αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε καλόπιστος ακροατής ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένος σε μια άλλη εποχή.

Η οικονομική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει στη διαχείριση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στην κοινωνία και την οικονομία, με έμφαση την πρώτη, θέτοντας στο επίκεντρο τη διαχείριση του νέου ιδιωτικού χρέους πολιτών και επιχειρήσεων προς το δημόσιο και τις τράπεζες, αναζητεί ιδεολογικές τομές μεταξύ «δεξιάς και αριστεράς» στο ζήτημα της επέκτασης της μη εφαρμογής των δημοσιονομικών περιορισμών εκ μέρους της ΕΕ και ρίχνει το βάθος του στην ανάγκη αμοιβαιοποίησης ή διαγραφής του δημοσίου χρέους ως ένα μέσο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης ή ακόμα ακόμα ως βήμα εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από αυτά τα προτάγματα λείπει το πιο βασικό: το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και την αξιοποίηση των αδρανών υλικών και ανθρώπινων πόρων που διαθέτει η πατρίδα μας ως τη βασικότερη παρέμβαση που θα διαμορφώσει βιώσιμες συνθήκες οριστικής εξόδου από την οικονομική δυσπραγία που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 13 χρόνια.

Καμία χώρα δεν μπορεί να στηρίξει ουσιαστικά την κοινωνία της ή να διαπραγματευτεί από ισχυρή θέση με τους δανειστές της αν βασίζεται σε ένα παρασιτικό οικονομικό μοντέλο με πυλώνες τους ευάλωτους, στη διεθνή συγκυρία, κλάδους του τουρισμού και της ναυτιλίας, με ατμομηχανή την οικοδομή και την εστίαση και ουραγούς τον αγροτικό τομέα και τη βιομηχανία και βιοτεχνία.

Ουσιαστική συζήτηση για αυτό το κρίσιμο ζήτημα δεν γίνεται παρότι οι διαδοχικές κρίσεις μετά το 2008 μας κατέδειξαν ότι αυτό το οικονομικό μοντέλο έχει ξεπεράσει τα όριά του και πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων. Ακόμα και σήμερα εστιάζουμε στην «επανεκκίνηση» και όχι στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» της οικονομίας, θεωρώντας ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στο μοντέλο που ακολουθούσαμε επί σειρά δεκαετιών ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση, μια εποχή που σημαδεύτηκε από ριζική αποβιομηχάνιση και εκτόξευση του δημοσίου και, αισίως, ιδιωτικού χρέους της χώρας.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους των πολιτών και των επιχειρήσεων, τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών των κυβερνήσεων σε καθεστώς ισχυρής εποπτείας από τους δανειστές μας αλλά ιδίως η στήριξη των πιο αδυνάτων απέναντι στη φτωχοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους στο σχεδιασμό της επόμενης ημέρας της ελληνικής οικονομίας. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική έξοδος αν η χώρα δεν αρχίσει να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς παράλληλα με τη δίκαιη κατανομή του πλούτου εντός της κοινωνίας. Ειδικά το τελευταίο, το κρίσιμο ζήτημα της κατανομής του παραγόμενου πλούτου στους πολίτες αποτελεί μια πολύ δύσκολη άσκηση σε μια περίοδο όπου το Σχέδιο Πισσαρίδη στοχεύει σε μια ριζική διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος στην ελληνική κοινωνία μέσω της δραστικής συρρίκνωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, την οποία στοχοποιεί ως μείζονα παράγοντα του ελλείμματος παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, και τη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων, κυρίως πολυεθνικών, επιχειρήσεων. Η στήριξη των μικρομεσαίων, συνήθως οικογενειακών, επιχειρήσεων και η δίκαιη ανταμοιβή των μισθωτών αποτελούν προϋποθέσεις κοινωνικής συνοχής και εργασιακής ειρήνης.

Βασικοί πυλώνες ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι η πλήρης αξιοποίηση του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) με ριζική αλλαγή του μοντέλου διαχείρισής του στοχεύοντας αρχικά τον δραστικό περιορισμό των εισαγωγών και κατάκτηση σημαντικού μεριδίου στις διεθνείς αγορές, η διασύνδεσή του με τον δευτερογενή τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας ούτως ώστε να υπάρξει σημαντική ελληνική προστιθέμενη αξία που θα καταλήγει ιδίως στους παραγωγούς. Κρίσιμο όφελος της αντιστροφής συρρίκνωσης του πρωτογενούς τομέα αποτελεί η στήριξη της ελληνικής περιφέρειας με την παραμονή, αν όχι και επιστροφή, δυναμικών τμημάτων της κοινωνίας σε αυτήν.

Πέραν του βιομηχανικού κλάδου των τροφίμων και ποτών αλλά και της ιχθυοκαλλιέργειας (με μεγάλες εξαγωγικές προοπτικές), κεντρικό ρόλο στο νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας πρέπει να αποκτήσει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία (με έμφαση τα γενόσημα), η αμυντική βιομηχανία που θα προσδώσει και μια σημαντική γεωπολιτική αυτονομία στην πατρίδα μας, ο ορυκτός πλούτος πάντα με σεβασμό στο περιβάλλον και στις επόμενες γενιές αλλά και η καινοτομία στον τομέα της πληροφορικής.

Ταυτόχρονα χρειάζεται σημαντική αλλαγή του τουριστικού μοντέλου, με προσέλκυση ιδίως επισκεπτών υψηλής κατά κεφαλήν κατανάλωσης, με παράλληλη επέκταση της τουριστικής περιόδου, που θα θωρακίσει τον τουρισμό, και κατά συνέπεια την ελληνική οικονομία, απέναντι σε μεγάλες κρίσεις που επηρεάζουν τον ευαίσθητο σε εξωτερικές επιδράσεις κλάδο. Ο τουριστικός κλάδος οφείλει να αξιοποιήσει ως πλεονέκτημα τον κατακερματισμό του σε πολλές μικρές μονάδες δίνοντας έμφαση στην προσωποκεντρική εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Τέλος, χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στήριξης και ενίσχυσης του εσωτερικού τουρισμού.

Κομβικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω θα παίξει ένας επανιδρυμένος τραπεζικός κλάδος, με απόσπαση μέσω μιας δημόσιας bad bank που θα απορροφήσει τα “κόκκινα δάνεια”, που θα εστιάσει στην επενδυτική τραπεζική με χρηματοδότηση νέων και παλαιών επιχειρήσεων που θα απαλλαγούν από τα βαρίδια των τελευταίων 10 ετών.

Συμπερασματικά, είναι πιο κρίσιμο από ποτέ ένα Σχέδιο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης με στόχευση την αύξηση της ελληνικής προστιθέμενης αξίας και τον περιορισμό της εισαγωγικής διείσδυσης (πλέον καταναλώνουμε περισσότερα εισαγόμενα από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα), την διεκδίκηση μεριδίων αγοράς διεθνώς με στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζει την περιφερειακή ανάπτυξη και θα εμπεδώνει την κοινωνική συνοχή.

 

* Αναπλ. Γενικού Γραμματέα Δημοκρατικής Αναγέννησης (ΠΑ.Δ.Ε.)